- εὐαφῶς
- εὐαφήςsoftadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευαφής — εὐαφής, ές (ΑΜ) 1. (για φυτά έτοιμα να εκβλαστήσουν) ο απαλός στην αφή, ο μαλακός («ἔνικμον γὰρ δεῖ καὶ εὐαφές εἶναι (τὸ φυτὸν) πρὸς τὴν διαβλάστησιν», Θεόφρ.) 2. (για δοθιήνες ή όγκους) αυτός που υποχωρεί εύκολα 3. ευαίσθητος («εὐαφὴς νοῡς»,… … Dictionary of Greek